- ἀποκρίνεται
- ἀποκρί̱νεται , ἀποκρίνωset apartaor subj mid 3rd sg (epic)ἀποκρί̱νεται , ἀποκρίνωset apartpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o … Wikipedia
недооумѣти — НЕДООУМѢ|ТИ (34), Ю, ѤТЬ гл. 1.Не понимать чего л., быть в состоянии недоуме ния: Ис(с)ѹ же бывшю въ вифаньи… пристѹпи к немѹ жена имѹщи алавастръ мѹра… и изли˫а на главѹ ѥмѹ… видѣвше же ѹч҃нци || ѥго негодоваша [по поводу ее расточительства]… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
EXORCISTA — inter 7 gradus Ecclesiae, ab Hieronymo recitatos locum non habet; ab inferioribus tertius numeratur, hoc ordine: Ostiarius, Lector, Exorcista, Acolythus Subdiaconus, Presbyter. Exorcistarum tamen meminit Hieronym. Comm. in Matth. c. 12. v. 27.… … Hofmann J. Lexicon universale
έξαρνος — ἔξαρνος, ον (Α) [εξαρνούμαι] 1. αυτός που αρνείται με επιμονή («ὁ μὲν γὰρ ἔφησεν, ό δὲ διὰ τέλους ἔξαρνος ἦν», Αντιφ.) 2. αυτός που αποκρίνεται αρνητικά, που αρνείται ή διαψεύδει αποφασιστικά («ἔξαρνος ἦν τοῡ φόνου», Ιώσ.) … Dictionary of Greek
ρήσος — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί … Dictionary of Greek
ρησός — I Κατά την ελληνική μυθολογία, βασιλιάς της Θράκης που είχε πάει στην Τροία τον τελευταίο χρόνο του Τρωικού πολέμου, ως σύμμαχος του Πριάμου. Αλλά το ίδιο κιόλας βράδυ της άφιξής του, τον σκότωσε ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο φόνος του Ρ. αποτελεί … Dictionary of Greek
συγκίνηση — Σύνολο ψυχολογικών και φυσιολογικών φαινομένων που εκδηλώνονται μαζί με έντονους ερεθισμούς, απρόοπτους και, κατά κανόνα, ελάχιστα σαφείς, οι οποίοι προκαλούν στο άτομο σημαντική ένταση. Στο υποκειμενικό ψυχολογικό πεδίο έχουμε μια ζωηρή… … Dictionary of Greek
υποναστία — η, Ν βοτ. ναστική κίνηση κατά την οποία το φυτό αποκρίνεται με γρηγορότερη αύξηση τής κάτω πλευράς ενός οργάνου, γεγονός που προκαλεί την κάμψη προς τα επάνω τού τμήματος αυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyponasty] … Dictionary of Greek
φωτοδέκτης — και φωτοϋποδοχέας, ο, Ν 1. βιολ. α) αισθητήριο όργανο που αποκρίνεται στο φως, όπως είναι λ.χ. το μάτι β) κύτταρο ή τμήμα κυττάρου που είναι ευαίσθητο στο φως και εξασφαλίζει την μετατροπή τών κβάντων φωτός σε νευρικές ώσεις γ) μόριο ευαίσθητο… … Dictionary of Greek